προγάμου — πρόγαμος betrothed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγάμους — πρόγαμος betrothed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγάμων — πρόγαμος betrothed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόγαμοι — πρόγαμος betrothed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προγάμιος — α, ο / προγάμιος, ον, ΝΜ [πρόγαμος] προγαμιαίος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προγάμια (ενν. ἱερά) θρησκευτικές τελετές με θυσίες που τελούνταν πριν από τον γάμο και ήταν αφιερωμένες στους θεούς προστάτες τού γάμου και κατά τις οποίες η νύφη… … Dictionary of Greek
προγαμιαίος — α, ο / προγαμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που γίνεται ή δίνεται πριν από τον γάμο και για χάρη τού γάμου («προγαμιαίες σχέσεις» σεξουαλικές σχέσεις πριν από τον γάμο») 2. φρ. «προγαμιαία δωρεά» περιουσιακή επίδοση τού άνδρα ή και τρίτου προσώπου… … Dictionary of Greek